μωμοσκόπος — looking for blemishes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμοσκόποι — μωμοσκόπος looking for blemishes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμοσκόποις — μωμοσκόπος looking for blemishes masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμοσκόπους — μωμοσκόπος looking for blemishes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμοσκόπων — μωμοσκόπος looking for blemishes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
μωμοσκοπώ — μωμοσκοπῶ, έω (ΑΜ) [μωμοσκόπος] εξετάζω τα ζώα που προορίζονται για θυσία για να δω αν έχουν κανένα ελάττωμα μσν. 1. (κατ επέκτ.) έχω την τάση να ψέγω, να κατακρίνω, είμαι φιλοκατήγορος, φιλόψογος 2. (το παθ.) μωμοσκοποῡμαι, έομαι υφίσταμαι ψόγο … Dictionary of Greek
ՊԱՐՍԱՒԱԴԷՏ — (գիտի, տաց.) NBH 2 0639 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c ա. μωμοσκόπος reprehendendi animo observans, curiosus reprehensor. Որ գիտի պարսաւանս կամ արատս գտանել ʼի վերայ այլոց, ըստ գտանօղ. բամբասասէր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)